- πάνδυρτος
- πάνδυρτοςall-plaintivemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάνδυρτος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που θρηνείται από όλους 2. ο γεμάτος οδυρμούς και θρήνους 3. (για το αηδόνι) αυτό που θρηνεί, που οδύρεται ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί παν όδυρτος*] … Dictionary of Greek
πάνδυρτον — πάνδυρτος all plaintive masc/fem acc sg πάνδυρτος all plaintive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδύρτοις — πάνδυρτος all plaintive masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)